προαποτέλεσμα

προαποτέλεσμα
τὸ, Α
η εκ τών προτέρων επίδραση αστέρα στη ζωή ενός προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποτέλεσμα «επίδραση ορισμένων θέσεων τών άστρων στην ανθρώπινη τύχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαποτελεσματικός — ή, όν, Α [προαποτέλεσμα, ατος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προαποτέλεσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”